- ζώοντα
- ζάωpres part act neut nom/voc/acc pl (epic)ζάωpres part act masc acc sg (epic)ζώωgu̲ie-pres part act neut nom/voc/acc plζώωgu̲ie-pres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζώονθ' — ζώοντα , ζάω pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) ζώοντα , ζάω pres part act masc acc sg (epic) ζώοντι , ζάω pres part act masc/neut dat sg (epic) ζώοντε , ζάω pres part act masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ζώονται , ζάω pres ind mp 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώοντ' — ζώοντα , ζάω pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) ζώοντα , ζάω pres part act masc acc sg (epic) ζώοντι , ζάω pres part act masc/neut dat sg (epic) ζώοντε , ζάω pres part act masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ζώονται , ζάω pres ind mp 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek